Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορασάνι — το (Μ κορασάνιν) βλ. κουρασάνι … Dictionary of Greek
κουρασάνι — και κορασάνι, το τοιχοδομικό κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι και άμμο, αμμοκονίαμα, αλλ. λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. horasan] … Dictionary of Greek